- αγριοπούλι
- τοάγριο πουλί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγριοπούλι — το 1. κάθε άγριο πτηνό ερημικών τόπων σε αντίθεση προς τα κατοικίδια 2. ατίθασο κατοικίδιο πτηνό … Dictionary of Greek